Πρώτη σελίδα
 
 Curriculum vitae
 Ημερολόγιο
 
 Ποιητικά
 Δοκίμια & άρθρα
 Μεταγραφές
 Συνεντεύξεις
 Τα επικαιρικά
 Ατάκτως ερριμμένα
 
 Κ.Κ. in Translation
 Εικονοστάσιον
 
 Ξενώνας
 Έριδες
 Florilegium
 
 
 Συνδεσμολόγιο
 Impressum
 Γραμματοκιβώτιο
 Αναζήτηση
 
 
 
 
 
 
 

 

 

"… σκορδαλιάν χωρίς σκόροδον" ( α' )
Ή ΠΩΣ Ο ΡΟΪΔΗΣ, Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΚΑΙ Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΕΜΑΘΑΝ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ
ΝΑ ΟΜΙΛΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΛΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

Κείμενα των Τ. Θεοδωρόπουλου, Ν. Σαραντάκου,
Μάρης Θεοδοσοπούλου, Εμμανουήλ Ροΐδη,
'Αρη Μπερλή και Αλεξάνδρας Δεληγιώργη


* * *


Η ΟΛΗ ΥΠΟΘΕΣΗ θυμίζει γλωσσική παρενδυσία. Και ως γνωστόν η διαφορά του παρενδυσία από τον κοινό μασκαρά είναι ότι ο πρώτος ταυτίζεται με τη μάσκα του ενώ ο δεύτερος γελάει μαζί της κρατώντας τις αποστάσεις του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μάσκα είναι η περίφημη "δημοτική", το γλωσσικό ιδίωμα που επεβλήθη μετά τη μεταρρύθμιση του 1977 στην εκπαίδευση, με τα γνωστά αποτελέσματα. Το γνωστότερο δε όλων, εκτός από την αδυναμία σύνταξης προτάσεων με υποκείμενο, ρήμα και αντικείμενο, είναι ο περιορισμός της ιστορικής προοπτικής της ελληνικής γλώσσας στον χρονικό ορίζοντα των τελευταίων πενήντα ετών. Τα ελληνικά που μιλάμε σήμερα, κατ' αυτόν τον τρόπο, μεταμορφώνονται σε μια βαλκανική διάλεκτο χωρίς ιστορία και, το κυριότερο, χωρίς λογοτεχνία. Θα πρότεινα μάλιστα στους προοδευτικούς εγκεφάλους που συνέλαβαν το εγχείρημα της παρενδυσίας των Ροΐδη, Βιζυηνού, Παπαδιαμάντη στο γλωσσικό ιδίωμα της σημερινής Μέσης Εκπαίδευσης, για να ανταποκριθούν με μεγαλύτερη συνέπεια στις δημοκρατικές τους προθέσεις, να οργανώσουν πανελλαδικές δημοσκοπήσεις και βάσει των αποτελεσμάτων να κρίνουν ποιες λέξεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν και ποιες όχι. Όταν δε ολοκληρωθεί ο κύκλος των δημοσκοπήσεων, να οργανωθεί και ένα δημοψήφισμα, του οποίου το αποτέλεσμα θα κρίνει ποια γλώσσα πρέπει να μιλάμε και να γράφουμε αν όντως θέλουμε να εναρμονιστούμε με τις επιταγές του δημοκρατικού πνεύματος των καιρών.




Το δεύτερο εντυπωσιακό σημείο του εγχειρήματος είναι ο τρόπος με τον οποίον εφαρμόζεται η ευρέως αποδεκτή αρχή ότι "η λογοτεχνία κουράζει, η ανάγνωσή της είναι βαρετή γιατί λέει λίγα πράγματα με πολλά λόγια. 'Αρα η όλη υπόθεση δεν αξίζει τον κόπο". Και προκειμένου να ελαχιστοποιήσουμε τον κόπο που ούτως ή άλλως δεν αξίζει η υπόθεση, της αλλάζουμε τη γλώσσα, με άλλα λόγια τα φώτα. Και ο "Ύμνος στη Χαρά" από την "Ενάτη" του Μπετόβεν σε συνθεσάιζερ τις ίδιες νότες έχει με τη συμφωνική του εκδοχή θα μου πείτε. Δεν μ' ενδιαφέρει αν σήμερα τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν τον Ροΐδη ή τον Βιζυηνό. Να φροντίσουμε ώστε να μπορούν να τους καταλάβουν. Γι' αυτό υπάρχει η εκπαίδευση και όχι για να κολακεύει τις απαιτήσεις τής εκάστοτε συγκυρίας.

Τελευταίο, πλην όμως εξίσου σημαντικό. Υποκλίνομαι έμπλεος θαυμασμού μπροστά στο μέγεθος της υπογραφής που θα αναλάβει να φέρει εις πέρας το εγχείρημα. H αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζεσαι και πολλά για να αποφασίσεις να μακιγιάρεις τον Ροΐδη στο δικό σου ύφος. Λίγη γοητευτική αφέλεια και λίγο χαριτωμένο θράσος αρκούν. Απλώς σκέφτομαι τι ωραίο χρονογράφημα που θα 'γραφε ο Ροΐδης για την όλη υπόθεση και στενοχωριέμαι που δεν θα το διαβάσω.


Τάκης Θεοδωρόπουλος, Ροΐδης σε συνθεσάιζερ,
εφ. ΤΑ ΝΕΑ, 26. 11. 2005


* * *



ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΠΡΟΣΦΑΤΑ η "Πάπισσα Ιωάννα" του Εμμ. Ροΐδη από τις εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα" σε μεταγλώττιση Δημήτρη Καλοκύρη. Τα ΝΕΑ του Σαββάτου, 26 Νοεμβρίου, έχουν εκτενές αφιέρωμα στο εκδοτικό αυτό γεγονός, με συνέντευξη του "μεταφραστή", απόσπασμα από το βιβλίο, τοποθετήσεις υπέρ και κατά, από ανθρώπους που η γνώμη τους μετράει […]

Στο άρθρο της εφημερίδας η δημοσιογράφος ρωτάει τον Δημ. Καλοκύρη:

"– Τι χάνουμε διαβάζοντας τον Ροΐδη στη δημοτική;"

και απαντάει ο "μεταγραφέας":

"– Μπορεί να χάνουμε την "αφή" του συγγραφέα, αλλά δεν χάνουμε τις υπόλοιπες αισθήσεις που αφήνει, για παράδειγμα, με τα λογοπαίγνιά του κ.λπ."

Είναι έτσι όμως; Δεν έχω το βιβλίο στα χέρια μου, αλλά η εφημερίδα φρόντισε (και μπράβο της) να μας δώσει μια γεύση από την μεταγλωττισμένη "Πάπισσα Ιωάννα". Στο τέλος λοιπόν του άρθρου, παίρνουμε γεύση από τη μεταγραφή σε αντιπαραβολή με το πρωτότυπο. Ο συντάκτης ύλης της εφημερίδας έχει βάλει μεσότιτλο στην ενότητα αυτή: "Ο χυτροκόρος έγινε λαντζέρης". Εγώ θα έβαζα τον μεσότιτλο "Να τι χάνουμε από τη μεταγλώττιση". Γιατί το λέω αυτό; Διότι αν το διάλεξε ο ίδιος ο Δ. Καλοκύρης το απόσπασμα, είναι εξαιρετικά έντιμος. Είναι ένα απόσπασμα που δείχνει πολύ παραστατικά πώς χάνονται τα λογοπαίγνια στη μεταγλώττιση. Ας το δούμε.

Το απόσπασμα είναι παρμένο από την αρχή του βιβλίου, όπου γίνεται λόγος για τους γονείς της Ιωάννας.

Κείμενο Ροΐδη:

"H δε μήτηρ αυτής εκαλείτο Γιούθα, ήτο ξανθή και έβοσκε τας χήνας Σάξωνος βαρόνου. Ούτος καταβάς την παραμονήν συμποσίου, ίνα εκλέξη την παχυτέραν, ωρέχθη και της ποιμενίδος, ην από του ορνιθώνος μετέφερεν εις τον κοιτώνα. Βαρυνθείς αυτήν μετ' ολίγον την έδωκεν εις τον οινοχόον, ο οινοχόος εις τον μάγειρον και ούτος εις τον χυτροκόρον, όστις ευλαβής ων αντήλλαξε την νεάνιδα μετά του μοναχού, λαβών αντ' αυτής οδόντα του Αγίου Γουτλάκου, του ζήσαντος και οσίως τελευτήσαντος εντός λάκκου τινός της Μερκίας. Ούτω εξέπεσεν η Γιούθα από της κλίνης του δεσπότου εις τας αγκάλας του καλογήρου".

Μεταγραφή Καλοκύρη:

"H μητέρα της τώρα, λεγόταν Γιούθα, ήταν ξανθιά και έβοσκε τις χήνες κάποιου Σάξονα βαρόνου ο οποίος, προετοιμάζοντας κάποτε ένα φαγοπότι, κατέβηκε να διαλέξει την παχύτερη, αλλά λαχτάρισε τη βοσκοπούλα και τη μετέφερε από το κοτέτσι στην κρεβατοκάμαρα. Όταν, μετά από λίγο, τη βαρέθηκε, την πασάρησε στον οινοχόο, ο οινοχόος στο μάγειρα και αυτός στον λαντζέρη ο οποίος, επειδή ήταν ευλαβής άνθρωπος, έδωσε το κορίτσι στον μοναχό, με αντάλλαγμα ένα δόντι του Αγίου Γουτλάκου, που έζησε και μαρτύρησε μέσα σε κάποιο λάκκο της Μερκίας. Έτσι η Γιούθα ξέπεσε από το κρεβάτι του αφέντη στην αγκαλιά του καλόγερου".

Κατ' αρχήν να πω, εξ όνυχος βεβαίως, ότι κατά τη γνώμη μου κατά τα άλλα η μεταγλώττιση δίνει στρωτό κείμενο. Κατά τα άλλα, όμως. Διότι έχω τις εξής τρεις και μία ενστάσεις:

α) Ο συντάκτης ύλης της εφημερίδας εντυπωσιάστηκε από την (εντελώς λογική) μετατροπή του χυτροκόρου σε λαντζέρη, αλλά εμένα μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση πώς χάνεται το λογοπαίγνιο στην τελευταία πρόταση του αποσπάσματος. Ποιο λογοπαίγνιο; Μα, ο "δεσπότης", που έχει και την εκκλησιαστική σημασία αλλά και τη σημασία του φεουδάρχη αφέντη. Η Γιούθα ξέπεσε από τον "δεσπότη" στον καλόγερο, αλλά άλλος ο ροϊδικός δεσπότης κι άλλος ο σημερινός, και γνωρίζοντάς το αυτό ο Καλοκύρης μετέφρασε τον δεσπότη σε αφέντη – και καλά έκανε και το μετέφρασε, αλλά απέδειξε ταυτόχρονα ότι είναι ουτοπία να πιστεύουμε ότι διατηρούνται όλα τα λογοπαίγνια.

β) Και καλά η αναπόφευκτη απώλεια αυτού του λογοπαιγνίου. Τι γίνεται όμως με την αποτρέψιμη; Εννοώ, λίγο πιο πάνω, όπου ο βαρόνος μετέφερε την Γιούθα "από του ορνιθώνος εις τον κοιτώνα" κατά Ροΐδη. ΟρνιθΩΝΑΣ, κοιτΩΝΑΣ, ομοιοκαταληξία. Κατά Καλοκύρη, από το κοτέτσι στην κρεβατοκάμαρα. Χάνεται η ομοιοκαταληξία, και αδίκως, διότι θα μπορούσε ο Κ. να διατηρήσει τις λέξεις αυτές που, επιτέλους, υπάρχουν και στη σημερινή γλώσσα! Γιατί δεν τις διατήρησε; Επειδή, εικάζω, βρίσκεται στο στόχαστρο· φοβήθηκε ότι αν δεν τις άλλαζε, θα τον επέκριναν: Πφφ, όλες τις λέξεις ίδιες τις άφησε!

γ) Μια άλλη αλλαγή νοήματος: ο άγιος Γουτλάκος κατά Ροΐδη "ετελεύτησε οσίως" μέσα στο λάκκο, κατά Καλοκύρη "μαρτύρησε". Είναι το ίδιο; Σαφέστατα όχι. Και χάνεται η λεπτή ειρωνεία του "οσίως" του Ροΐδη, για κάποιον που, να το πούμε ωμά, πέρασε όλη τη ζωή του αναχωρητής μέσα σ' ένα λάκκο. Ο Καλοκύρης, αντιθέτως, τον ανεβάζει σε "μάρτυρα". Που δεν ήταν.

δ) Πιο πάνω επέκρινα τον Καλοκύρη που δεν διατήρησε, χάρη της ομοιοκαταληξίας, τον ορνιθώνα και τον κοιτώνα – αν και είναι σχετικά μικρό το κακό. Εδώ θα τον επικρίνω επειδή στο απόσπασμα της εφημερίδας, που δεν το έχω αναδημοσιεύσει ολόκληρο, ο Ροΐδης λέει ότι ο πατέρας της Ιωάννας ήταν "μαθητής του Εριγενούς Σκώτου". Και αποδίδει ο Καλοκύρης ότι "είχε μαθητεύσει κοντά στον Εριγενή Σκώτο". Όμως, φίλτατε, αν ο αναγνώστης του 1865 γνώριζε "Εριγενή Σκώτο", ο αναγνώστης του 2005 γνωρίζει μόνο Εριγένη, και μάλιστα Ιωάννη Εριγένη ή Ιωάννη Σκώτο Εριγένη, γιατί έτσι είναι σήμερα γνωστός ο θεολόγος Johannes Scotus Eriugena. Όταν αφήνεις εδώ το όνομα όπως ήταν γνωστό το 1865 και όχι όπως το διδάσκονται σήμερα στο λύκειο οι νέοι, άραγε βοηθάς τους νέους να επικοινωνήσουν με το έργο; Ή μήπως αυτό δείχνει ότι ο μεταφραστής δεν πήρε και πολύ στα σοβαρά τη δουλειά του, ότι μάλλον στα πρόχειρα ξεπέταξε το κείμενο;


Νίκος Σαραντάκος, Με αφορμή τη μεταγλώττιση
της "Πάπισσας Ιωάννας", www.sarantakos.com


* * *



[…] ΠΡΟΣΩΡΑΣ ΘΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟΥΜΕ στην απόδοση του Καλοκύρη, η οποία έτυχε και της μεγαλύτερης δημοσιότητας. Το σύνηθες εξώφυλλο των πρώτων μεταπολεμικών αποδόσεων, με έναν θηλυκό ποντίφικα, αντικαταστάθηκε στην Κλασική Βιβλιοθήκη των εκδόσεων "Ελληνικά Γράμματα" με ένα βαθύ ντεκολτέ που παραπέμπει σε αισθησιακό ανάγνωσμα, για να ακολουθήσει μια άπιστη αλλά δυστυχώς όχι και ωραία μετάφραση. Βασικά μειονεκτήματα, η προχειρότητα και το στραμπούλισμα της νεοελληνικής, το πιθανότερο, για να προσαρμοστεί στην εικαζόμενη ημιμάθεια ενός νεότερου αναγνωστικού κοινού. Η προχειρότητα είναι ορατή ήδη από τον πρόλογο, όπου μια φράση μπορεί και να χαθεί, όπως συμβαίνει, λ.χ., με "τον Ζαχαρίαν καταδικάζοντα εις τας φλόγας τους γεωγράφους, οίτινες εδίδασκον την ύπαρξιν αντιπόδων, διότι εν τω πλήθει της σοφίας του, ίνα υπάρχωσιν αντίποδες, έπρεπε και δυο ήλιοι και σελήνη διπλή να υπάρχει", ή ένας τίτλος έργου, ως οι "Τύχαι του Τηλεμάχου" να μην αναγνωριστεί ως τίτλος. Ενδεικτική της ταχύτητας, με την οποία θα πρέπει να έγινε η μεταγλώττιση, είναι και η γενικότερη παραφθορά των ονομάτων, παρά την υπόσχεση του μεταφραστή να τα σεβαστεί, αν μη τι άλλο, προς "διατήρηση του μεσαιωνικού χρώματος". Εκτός πια, αν οι απαλείψεις και μεταθέσεις συμφώνων, δεν αλλοιώνουν το μεσαιωνικό χρώμα, ό,τι αυτό θέλει να σημαίνει.

Δεδομένων τόσο της παιδείας όσο και της γλωσσοπλαστικής ικανότητας του Καλοκύρη, μόνο στο εσπευσμένο του εγχειρήματος μπορεί να αποδοθεί "ο αράχνινος χιτώνας της Κέω" να καταλήγει υφασμένος στην Κω. Από εκεί και πέρα, οι λεκτικές επεμβάσεις θα πρέπει να υπαγορεύθηκαν από ένα αναγνωστικό κοινό, το οποίο όχι μόνο υποτίθεται πως δεν μπορεί να διαβάσει Ροΐδη αλλά και πως δυσκολεύεται με την κοινή νεοελληνική, όπως, λ.χ, προσδιορίζεται στο λεξικό Τριανταφυλλίδη, πέραν του περιορισμένου του γνωστικού πεδίου. Με αποτέλεσμα, τα "σκηνώματα αγίων" να γίνονται "σώματα", η βυζαντινή "ρινοφωνία", "ρουθούνισμα", οι "ιατροκουρείς", "κουρείς", ο "γαλατικός", "γαλλικός", ή ακόμη, οι "Ανατολίτες", "Ανατολικοί". Από την άλλη, μένει ζητούμενο, ποια αισθητική της ελληνικής ωθεί σε λαϊκότροπες κορώνες ως οι "Σαξονοπούλες" και οι "γαϊδουράτοι".

Πιστεύουμε πως, στην περίπτωση μιας τόσο πρόχειρης μετάφρασης, το να γίνεται λόγος περί απώλειας της ροΐδειας ειρωνείας συνιστά, αυτό καθ' εαυτό, ειρωνεία.


Μάρη Θεοδοσοπούλου, Η "Πάπισσα" και οι
μεταφραστές της, εφ. Η ΕΠΟΧΗ, 29. 12. 2005


* * *



ΦΙΛΤΑΤΕ ΠΟΙΗΤΑ [...]

Γνωρίζων ότι είσθε πολυάσχολος και δεν έχετε την πολυτέλειαν της σπατάλης χρόνου, επιτρέψατέ μοι εντούτοις, καταχρώμενος την υπομονήν σας, να ζητήσω την πολύτιμον συμβουλήν σας επί ενός ζητήματος το οποίον εσχάτως με κρατά ξάγρυπνον. Προ ολίγων μηνών ο Κος Παναγιώτης Βεργωτής, από το Αργοστόλιον, μου εζήτησε δι' επιστολής την άδειαν να "σιάξει" εις την δημώδην τον "Πέτρον Β' της Βρασιλίας", πάρεργον εμόν, δημοσιευθέν εις την "Εστίαν" το παρελθόν έτος και αποσταλέν εις υμάς ως αυτοτελές φυλλάδιον. Παρά τας επιφυλάξεις μου και διά λόγους φιλοφρονήσεως συγκατετέθην εις το εγχείρημα αρχικώς, φρονών ότι τοιουτοτρόπως υπηρετώ και την υπόθεσιν της γλώσσης. Αλλοίμονον, πρέπει να ομολογήσω ότι ηπατήθην σφόδρα. Η απόδοσις του Βεργωτή, η οποία μου παρεδόθη προ ολίγων ημερών, είναι επιεικώς απαράδεκτος. Ουδεμίαν σχέσιν έχει το άνευρον της εκφράσεως και το χάος της γλώσσης με την ιδικήν μου επιδίωξιν του style [...]

Γνωρίζετε καλώς ότι, μολονότι γράφων εις την λεγομένην καθαρεύουσαν, είμαι θερμός υποστηρικτής της δημώδους, εντούτοις έχω πλέον καταλήξη εις το συμπέρασμα ότι η μετάφρασις κειμένων εντός της ιδίας γλώσσης κρύπτει πολλούς κινδύνους, ων, έως εσχάτως, δεν είχον συλλάβει το μέγεθος. Το εξάμβλωμα του Βεργωτή προσφέρει εις το κοινόν σκορδαλιάν χωρίς σκόροδον [...]

Κατόπιν τούτου τολμώ να εκφράσω θερμήν παράκλησιν όπως μεσολαβήσετε διά να πεισθή ούτος όπως μη προχωρήση εις την δημοσίευσιν της δημώδους εκδοχής του "Δον Πέτρου". Ενθυμούμαι ότι εις παλαιοτέραν συνομιλίαν μνημονεύσατε την μετ' αυτού φιλικήν υμών σχέσιν, γεγονός το οποίον παρέχει την ελπίδα ότι είναι ακόμη καιρός δια να αποφύγωμεν τα χειρότερα [...]

Με πληροφορούν οι κοινοί μας φίλοι εκ Παρισίων ότι το ενδιαφέρον δια μίαν εκ νέου μετάφρασιν της "Παπίσσης" είναι τρόπον τινά ψηλαφητόν. Μάλιστα ανεφέρθη εμπιστευτικώς το όνομα του Émile Legrand ως επιθυμούντος να αναλάβη το σισύφειον έργον. Ομολογουμένως με αφήκεν έκπληκτον η συνεχιζομένη απήχησις του νεανικού μου πονήματος, εκτός ελληνικής επικρατείας, επί τόσα έτη. Εντούτοις, η τύχη της ατυχούς Ιωάννας δεν εμπνέει πάντοτε ευδοκίμως. Εσχάτως επληροφορήθην ότι επροτάθη εις τον Μιχαλόπουλον να την εκδώση μεταγλωττισμένην εις την κοινήν γλώσσαν, οπότε επείσθην ότι, εάν συναινέσω εις τοιούτον συρμόν ή μάλλον διασυρμόν, δεν θα είμαι ικανός να αναγνωρίσω τον εαυτόν μου εις την νέαν γραφήν. Εγώ, ως απλούς διαφροντιστής κειμένων, τι άλλο ημπορώ να είπω. Προτιμώ να επιστρέψω, ως ο μονόχνωτος Κιγκινάτος, εις την καλλιέργειαν των φιλολογικών αγρών μου [...]

Υμέτερος

Μανώλης Ροΐδης


Δημήτρης Δημηρούλης, Συρμός ή διασυρμός;
Αποσπάσματα από μιαν άγνωστη επιστολή
του Ροΐδη στον Βαλαωρίτη,
εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, "Βιβλιοθήκη", 10. 2. 2006


* * *



ΧΑΡΑ ΣΤΟ ΚΟΥΡΑΓΙΟ του Δημήτρη Καλοκύρη, που άντεξε να φέρει σε πέρας τη μετάφραση της "Πάπισσας Ιωάννας" στη νεοελληνική. Δόκιμος μεταφραστής ο ίδιος απαιτητικών κειμένων ξένων λογοτεχνιών, και δεινός χειριστής της γλώσσας στα πρωτότυπα κείμενά του, θα πρέπει να έπληξε αφόρητα αποδίδοντας, για παράδειγμα, τη γλωσσικά ανοίκειο πρόταση "αντί να καταπιέζονται ήσαν παντοδύναμοι" με την οικεία "αντί να καταπιέζονται ήταν παντοδύναμοι", τη στρυφνή φράση "το συνοικέσιον υπήρξεν ευτυχές" με το εύληπτο "το συνοικέσιο πέτυχε", και άλλα πολλά παρόμοια, σχεδόν όλα. (Αλήθεια, μια και ο λόγος για το "υπήρξεν", τι θα κάνουμε με το "υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός" του Καβάφη; Θα αφήσουμε έτσι αμετάφραστο τον Αλεξανδρινό ποιητή να μουχλιάζει στα ράφια των βιβλιοθηκών;)

Βέβαια, θα ειπωθεί, υπάρχουν κι άλλα στην "Πάπισσα Ιωάννα" που είναι πράγματι δυσνόητα για τον σημερινό αναγνώστη, όπως η λέξη "υπότρητα" για τα αυτιά της Ιωάννας και το "ρινόμακτρον" για τη μύτη (μολονότι τούτο το τελευταίο καταχωρίζεται στα λεξικά της νεοελληνικής και η αυτόματη διόρθωση του υπολογιστή δεν το χτυπάει). Αλλά γι' αυτά τα ελάχιστα θα αρκούσε ένα σύντομο γλωσσάριο στην έκδοση του πρωτοτύπου. Κι ακόμη μπορεί να διατυπωθεί η ένσταση ότι δεν είναι το λεξιλόγιο αλλά οι καθαρεύουσες δομές της ροΐδειας γλώσσας που δυσκολεύουν την πρόσληψή της από το σύγχρονο αναγνώστη. Ωστόσο, παρατηρώ ότι στην απόδοση οι δομές έχουν κατά το πλείστον διατηρηθεί, μόνο τα τελικά -ν έφυγαν, τα "ίνα" έγιναν "για να", τα "άμα" έγιναν "μόλις" ή "όταν", πολλές μετοχές αναλύθηκαν σε ρήματα, και ούτω καθεξής. Η απόδειξη ότι η γλώσσα της "Πάπισσας Ιωάννας" δεν απέχει από τη νεοελληνική μας βρίσκεται στην ίδια την υφή τής απόδοσής της από τον Δημήτρη Καλοκύρη.

Η απόδοση αυτή δεν είναι μετάφραση. Η μετάφραση, με την κύρια και αυστηρή σημασία της λέξης, όπως τη γνωρίζουμε από τις μεταφορές των κειμένων από τη μια γλώσσα στην άλλη, διαθέτει εντελώς άλλα χαρακτηριστικά. Διαφέρει ριζικά από το πρωτότυπο κείμενο (γιατί χρησιμοποιεί εντελώς άλλον κώδικα γλωσσικών σημείων), είναι αυτοτελής, καινοφανής, πρωτότυπη με τη σειρά της, δεν είναι απλουστευτική ούτε επεξηγηματική, είναι υποχρεωμένη να ανταποκριθεί σε πολύ υψηλές απαιτήσεις και ως εκ τούτου είναι σοβαρή αλλά και υπερήφανη, φιλόδοξη, συχνά βίαιη. Εν ολίγοις διαθέτει χαρακτήρα και δεν καταδέχεται να παραπέμψει τον αναγνώστη στο πρωτότυπο κείμενο (όπως αφελώς πιστεύεται στο εξώφυλλο της νεοελληνικής απόδοσης της "Πάπισσας Ιωάννας").

Ενδογλωσσικές μεταφράσεις ή αναδιατυπώσεις των γλωσσικών σημείων με άλλα σημεία της ίδιας γλώσσας προβλέπονται πράγματι από τη μεταφραστική θεωρία. Αλλά ό,τι προβλέπεται ως φαινόμενο δεν είναι πάντα σκόπιμο ή ευκταίο. Οι ενδογλωσσικές μεταφράσεις έχουν νόημα αν γίνονται από μια απομακρυσμένη φάση της γλώσσας (αρχαία ελληνικά ή αγγλικά του Τσώσερ, αλλά όχι του Σαίξπηρ) στη σύγχρονη (νέα ελληνικά, σύγχρονα αγγλικά). Κανείς δεν διανοείται να μεταφράσει τον Ντίκενς στη σύγχρονη αγγλική (και σε όσους λένε ότι η γλώσσα του είναι πιο κοντά στον σύγχρονο 'Αγγλο απ' όσο ο Ροΐδης στον σύγχρονο 'Ελληνα, θα τους συνιστούσα να διαβάσουν πιο προσεκτικά στο πρωτότυπο το συγγραφέα τού "Bleak House" ή να αναβαθμίσουν τα αγγλικά τους στο βαθμό που απαιτείται για να γίνουν αντιληπτές γλωσσικές και υφολογικές διαφορές).

Καμιά ουσιαστική σκοπιμότητα δεν βλέπω σε αυτή την επιχείρηση αναδιατύπωσης κλασικών κειμένων τής νεοελληνικής λογοτεχνίας στη σύγχρονη καθομιλουμένη. Το μόνο επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι τα νέα παιδιά που δεν έχουν διδαχτεί καθαρεύουσα δεν έχουν πρόσβαση σε αυτά τα κείμενα. Το επιχείρημα είναι διπλά ή και τριπλά σαθρό.

Αν τα νέα παιδιά είναι πράγματι τόσο απαίδευτα ώστε να μην μπορούν να καταλάβουν τη γλώσσα του Ροΐδη ή του Παπαδιαμάντη, τότε ένας λόγος παραπάνω να διαβάσουν αυτά τα κείμενα στο πρωτότυπο, για να εμπλουτίσουν τη γλώσσα τους. Η συναναστροφή και η εξοικείωση με τα ίδια τα κείμενα είναι το μόνο φάρμακο. Η προσφορά μασημένης τροφής τα ενθαρρύνει να μείνουν αγράμματα στον αιώνα τον άπαντα. Αν βαριούνται, πλήττουν, και δεν είναι διατεθειμένα να στρώσουν κάτω τον κώλο τους, να καταβάλουν τον ελάχιστο κόπο που απαιτείται για την ανάγνωση αυτών των κειμένων, τότε δεν θα τα μάθουν και να μην τα μάθουν ποτέ. 'Αλλωστε, αυτή η ελάχιστη προσοχή είναι προϋπόθεση για την ανάγνωση οποιουδήποτε σοβαρού κειμένου, είτε της καθαρεύουσας είτε της δημοτικής. Αν τα νέα παιδιά δυσκολεύονται να διαβάσουν Βιζυηνό και Παπαδιαμάντη, τότε δυσκολεύονται να διαβάσουν γενικώς. Θα τους εξηγήσουμε ότι χωρίς την καταβολή αυτού του κόπου, μεγάλοι θησαυροί θα τους μείνουν για πάντα κλειστοί, και θα τους ενθαρρύνουμε ή και θα τους επιβάλλουμε (αυτό σημαίνει παιδεύω, παιδεία) να κάμουν αυτή την προσπάθεια. 'Αντε πάλι να μιλάμε εν έτει 2006 σαν τον Γεροστάθη.

Αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι όντως έτσι έχουν τα πράγματα, ότι η γλωσσική φτώχεια των νέων γενιών είναι τόσο άγρια και η απροθυμία τους να προσεγγίσουν τα πρωτότυπα κείμενα τόσο μεγάλη. Το "Μόνον της ζωής του ταξείδιον", το διήγημα του Βιζυηνού που το ανέβασε η Αννα Κοκκίνου στο πρωτότυπο, έδωσε 640 παραστάσεις που τις παρακολούθησαν 70.000 θεατές, νέοι, καθώς με διαβεβαιώνει η ίδια, στην πλειονότητά τους. Παρόμοια δημοφιλής ήταν η παράσταση του Μιχάλη Μητρούση με την "Ψυχολογία Συριανού συζύγου" του Ροΐδη, επίσης στο πρωτότυπο. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης των εκδόσεων της "Εστίας" με πληροφόρησε ότι η χρηστική έκδοση της "Φόνισσας", με γλωσσάρι μόνο των δημωδών λέξεων, που κυκλοφόρησε προ τεσσάρων ετών, έχει ήδη πωλήσει 26.000 αντίτυπα (ταυτόχρονα κυκλοφορούν άλλες πέντε τουλάχιστον εκδόσεις από άλλους εκδοτικούς οίκους). Είναι βάσιμο να υποθέσουμε ότι οι αναγνώστες αυτοί είναι κυρίως νέοι (εκτός αν οι παλαιοί ανακάλυψαν ξαφνικά σήμερα τη "Φόνισσα" ή αποφάσισαν να γίνουν συλλέκτες όλων των εκδόσεών της). Τα στοιχεία αυτά ενισχύουν την υποψία ότι οι φόβοι για την ανικανότητα των νέων να έρθουν σε επαφή με τα κλασικά νεοελληνικά κείμενα είναι μάλλον υπερβολικοί, αν όχι ανυπόστατοι. Εκτός αν οι πραγματικοί λόγοι αυτού του μεταφραστικού εγχειρήματος είναι εντελώς άλλοι, ήγουν εξυπηρετούν εκδοτικές σκοπιμότητες – μια "τολμηρή", "ρηξικέλευθη", εντός εποχής εκδοτική πρόταση, μια "μοντερνιά", καθώς τη χαρακτήρισε ο Αγγελος Ελεφάντης. Νόμιμη μεν, σημειωτέα δε.

Τι μπορεί να ελπίζει ο μεταφραστής της "Πάπισσας" ή της "Φόνισσας" στην κοινή νεοελληνική; Η αναμέτρηση με το πρωτότυπο είναι άνιση, η σύγκριση αναπόφευκτη, η υστέρηση μοιραία. Το ανυπέρβλητο πρόβλημα που αντιμετωπίζει (πρόβλημα που δεν το αντιμετωπίζει ο μεταφραστής κειμένου από ξένη γλώσσα) είναι ότι το πρωτότυπο είναι γραμμένο στην ίδια γλώσσα. Το μετάφρασμα έχει ανταγωνιστικό κείμενο, συντριπτικά καλύτερο, μέσα στην ίδια γλώσσα. Κείμενο εκτυφλωτικής ακτινοβολίας που καταδικάζει εκ των προτέρων κάθε απόπειρα ενδογλωσσικής αναδιατύπωσής του. Το θέμα δεν είναι ότι η μετάφραση δεν απαξιώνει το πρωτότυπο (αυτό μας έλειπε) καθώς μας διαβεβαιώνει το εξώφυλλο της μεταγλωττισμένης "Πάπισσας". Το θέμα είναι ότι το πρωτότυπο απαξιώνει τη μετάφραση. Το μόνο που θα καταφέρει ο μεταφραστής είναι να δώσει το story, απογυμνωμένο από τη λογοτεχνικότητά του. Το story είναι αυτό που έχουν ανάγκη να μάθουν οι νέοι; Τα καμώματα της Ιωάννας και τα έκτροπα της Καθολικής Εκκλησίας; Τα εγκλήματα της Φραγκογιαννούς και τις άθλιες συνθήκες ζωής που έκαναν το νου της να ψηλώσει; Αυτά είναι τα κενά στην παιδεία των νέων που πρέπει επειγόντως να πληρωθούν;

Αν τα κείμενα αυτά είναι σπουδαία, ο λόγος είναι η υψηλή λογοτεχνικότητά τους. Λογοτεχνικότητα που επιτυγχάνεται με τον ιδιοφυή χειρισμό της γλώσσας, με την έντεχνη αξιοποίηση των δυνατοτήτων της. Η γλώσσα του Ροΐδη δεν είναι μια οποιαδήποτε καθαρεύουσα γλώσσα, είναι το δικό του, μοναδικό μέσον, ο δικός του, μοναδικός και ανεπανάληπτος τρόπος όχι απλώς για να αφηγηθεί μιαν ιστορία αλλά για να κάνει λογοτεχνία, να δώσει ισχυρό και πολυδύναμο νόημα. Ο Ροΐδης δεν είναι καθαρευουσιάνος από πεποίθηση. Η καθαρεύουσά του είναι όχημα λογοτεχνικής υπόκρισης, σκωπτικού σχολιασμού, αφηγηματικής δραστικότητας. Δείτε το παρακάτω απόσπασμα:

"Η δε μήτηρ αυτής εκαλείτο Γιούθα, ήτο ξανθή και έβοσκε τας χήνας Σάξωνος βαρώνου. Ούτος καταβάς την παραμονήν συμποσίου, ίνα εκλέξη την παχυτέραν, ωρέχθη και της ποιμενίδος, ην από του ορνιθώνος μετέφερεν εις τον κοιτώνα".

Και τη μετάφραση:

"Η μητέρα της, τώρα, λεγόταν Γιούθα, ήταν ξανθιά και έβοσκε τις χήνες κάποιου Σάξονα βαρώνου, ο οποίος, προετοιμάζοντας κάποτε ένα φαγοπότι, κατέβηκε να διαλέξει την παχύτερη, αλλά λαχτάρησε τη βοσκοπούλα και τη μετέφερε από το κοτέτσι στην κρεβατοκάμαρα".

Στο πρωτότυπο το γέλιο παραμονεύει ήδη στο "ίνα εκλέξει την παχυτέραν" και εκρήγνυται στο "ωρέχθη και της ποιμενίδος". Στο μετάφρασμα το "λαχτάρησε τη βοσκοπούλα", χωρίς καν το επιτατικό και, χώρια που δεν είναι ακριβές (το "λιμπίστηκε" θα ήταν πιο σύμφωνο), μας παραπέμπει σε εντελώς άλλα συμφραζόμενα αγνών βουκολικών ερώτων ("Μια βοσκοπούλα αγάπησα", που λέει το δημώδες άσμα).

Οι πυκνές μετοχές, τα υπερβατά, οι αυξημένοι τύποι των ρημάτων, η ευρεία χρήση όλων των πτώσεων, οι καταλήξεις, τα συμφωνικά συμπλέγματα, η ίδια η λογιότητα της γλώσσας, η αστικότητά της, η υποθερμία της (ας μην ξεχνάμε ότι η καθαρεύουσα ποτέ δεν ήταν γλώσσα καθομιλουμένη, ήταν γλώσσα πλαστή, πράγμα που δεν την κάνει λογοτεχνικώς ατελέσφορη, αντιθέτως!), όλα αυτά χάνονται στο σύγχρονο ιδίωμα που, βεβαρημένο από τη δημοτική, φέρει μια μονοσήμαντη ή ανυπόκριτη κατηγορηματικότητα. Ακόμη και τα τελικά -ν του πρωτοτύπου παράγουν νόημα, νόημα που χάνεται με την παράλειψη του έρρινου συμφώνου στη νέα ελληνική. Το "κρατίδιον" (των Σκοπίων) είναι πιο κρατίδιον από το κρατίδιο, το "σταγονίδιον" (της Χούντας), πιο σταγονίδιον από το σταγονίδιο, αναλόγως και το "παπίδιον" – "να ρίψει εις τον Τίβεριν πάπισσαν και παπίδιον". Στη μετάφραση δεν γίνεται καν παπίδιο, γίνεται παπάκι!

Το θέμα λοιπόν δεν είναι ότι τα κλασικά κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι ιερά και δεν πρέπει να τα αγγίζουμε. Το θέμα είναι ότι όταν τα μεταγλωττίζουμε, μας ανταγωνίζονται με άνισους όρους, εξαιρετικά δυσμενείς για μας, και μας εκθέτουν. Είναι σαν να προσκαλούμε τον αναγνώστη να κάνει τη σύγκριση. Και, με αυτή την έννοια, οι αναδιατυπώσεις αυτών των κειμένων ίσως έχουν κάποια σημασία...


'Αρης Μπερλής, Παπίδιον, άλλως παπάκι,
εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, "Βιβλιοθήκη", 10. 2. 2006


* * *



Η ΦΡΑΣΗ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ του Δ. Δημηρούλη ("Βιβλιοθήκη", ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 10.2.2006) "αν μεταφράσουμε τα πρωτότυπα νεοελληνικά κείμενα είναι σαν να γκρεμίζουμε ένα νεοκλασικό για να χτίσουμε μια πολυκατοικία" είναι φράση μοναδικής ευστοχίας.

Στην Ελλάδα, αφού καταστρέψαμε με όποιον τρόπο μπορούσε να φανταστεί διεστραμμένος νους, το αστικό τοπίο, γκρεμίζοντας κι εκείνα τα νεοκλασικά που ήταν δυνατόν να σωθούν και χτίζοντας πολυκατοικίες, για πολλές από τις οποίες (ιδίως της πρώτης φάσης των εργολαβιών) θα ευχόμασταν σεισμοί πολλών Ρίχτερ να μας απάλλασσαν από τη φρίκη που προκαλεί η θέασή τους, τώρα, στο ίδιο πνεύμα της αντιπαροχής, καταπιανόμαστε με τα κλασικά κείμενα της σύγχρονης λογοτεχνίας.

Οι Έλληνες συγγραφείς γνωρίζουν ότι η γλώσσα (λέγειν και φάτις) είναι το σπίτι της ανθρώπινης ύπαρξης.

Τώρα, λοιπόν, βαλθήκαμε να γκρεμίσουμε το φέροντα σκελετό του ενδιαίτηματός μας, (σύντομα θα δούμε και τους τοίχους να καταρρέουν) για να βάλουμε στη θέση του τα λυόμενα που προσφέρει η απονευρωμένη, ακρωτηριασμένη γλώσσα της τηλεοπτικής και ηλεκτρονικής επικοινωνίας.

Επεμβαίνοντας στη "μειονοτική" γλώσσα Ελλήνων συγγραφέων του 19ου ή του 20ού (και ας ελπίσουμε) και του 21ου αιώνα, που ευτύχησαν ή θα ευτυχήσουν να αναγνωρισθούν ως κλασικοί στο είδος τους, οι μεταγλωττιστές των κειμένων τους πλήττουν την όση ευαισθησία και τον όσο νου νοιάζονται να καλλιεργήσουν ανυποψίαστοι αναγνώστες που μπαίνοντας στα βιβλιοπωλεία για να βρουν (την καταχωνιασμένη) πνευματική τροφή παρασύρονται να καταναλώσουν (θρονιασμένα στους πάγκους) ως σειρήνες, υποκατάστατα.

Είναι εγκληματική ή επιπόλαιη πράξη η μεταγλώττιση κειμένων των σύγχρονων κλασικών συγγραφέων μας; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι μια εγκληματικά επιπόλαιη ενέργεια που δεν θα την αποτολμούσαμε, πιστεύω, αν, στο μεταξύ, δεν είχαν πεθάνει ποιητές και πεζογράφοι που είχαν την ευθύνη της πνευματικής ζωής της χώρας έως και πριν από 20-30 χρόνια. Με το θάνατό τους, το οχυρό της ελληνικής λογοτεχνίας έμεινε επικίνδυνα αφύλακτο, έτσι που το σχέδιο μεταγλώττισης, πολύ πιθανόν, σε μια δεύτερη φάση, να συμπεριλάβει και ποιητές

Σ' αυτήν τη συγκυρία, προκειμένου να διευκολυνθεί έτι περαιτέρω η τάση να πουλιέται η λογοτεχνία με το ζύγι και να αξιολογείται με βάση τους αριθμούς των πωληθέντων αντιτύπων, Έλληνες συγγραφείς (κι αυτό είναι ακατανόητο) βγάζουμε στο σφυρί τη γλώσσα των κλασικών Νεοελλήνων ομοτέχνων μας. Τι υποκρισία να ισχυριζόμαστε ότι το διακινδυνεύουμε, προκειμένου οι νεότεροι αναγνώστες να αποφύγουν να κάνουν τον κόπο και να χάσουν (τον χάνουν ή τον κερδίζουν;) το χρόνο να τα διαβάσουν στη γλώσσα που γράφτηκαν! Ποια σχέση έχει η παιδεία με την ευκολία;

Είναι δυνατόν να θαυμάζουμε τον Ροΐδη, να θέλουμε να τον διαβάζουν και οι νεότεροι και να μην τον παίρνουμε στα σοβαρά; Η φράση στην επιστολή του προς τον Αριστ. Βαλαωρίτη (βλ. Δημηρούλης, "Βιβλιοθήκη", ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 10.2.2006): "έχω πλέον καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μετάφραση κειμένων εντός της ιδίας γλώσσης κρύπτει πολλούς κινδύνους, ων, έως εσχάτως, δεν είχον συλλάβει το μέγεθος", δεν πρέπει να προβληματίσει εμάς τους θαυμαστές του, συγγραφείς και μελετητές;

Όποιος ασχολείται με τη συγγραφή –και μ' αυτήν ασχολούνται οι μεταγλωττιστές των σύγχρονων κλασικών μας– ξέρει ότι η λογοτεχνία είναι γλώσσα φορτισμένη και εντατική. Γι' αυτό άλλωστε θεωρείται "μειονοτική" σε σχέση με την αδρανοποιημένη μείζονα γλώσσα που διδάσκουν τα τηλεοπτικά σίριαλ στους κατασκευαστές των εποχικών μπεστ σέλερ. Ένα "και" να πειράξεις από το κείμενο που γράφεται μ' αυτήν τη φορτισμένη και εντατική γλώσσα, ένα "νι" να βγάλεις και το κείμενο σείεται, ο ρυθμός διαταράσσεται, η μουσικότητα χάνεται, δεν λέει πια αυτό που ήθελε και κατόρθωσε να πει, χάρη στο τάλαντο, τη γνώση και το μόχθο του συγγραφέα που το έγραψε.

Όποιος τα γνωρίζει αυτά, γνωρίζει επίσης ότι η μεταγλώττιση δεν είναι παιχνίδι με το γραπτό λόγο, αλλά υπονόμευσή του.

Αν θέλουμε οι Έλληνες αναγνώστες να καταλάβουν τι είναι λογοτεχνικότητα, ύφος, αισθητική δύναμη της λογοτεχνίας και αισθητικές αξίες (και επείγει να καταλάβουν και οι νέοι αναγνώστες), ας αρχίσουμε από τα πολύ απλά. Στο Δουβλίνο, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, οι κλασικοί συγγραφείς των Ιρλανδών, από τον Σουίφτ ώς τον Μπέκετ, σχηματίζουν κάτι σαν ημικύκλιο μέσα στο οποίο είναι τοποθετημένα όλα τα υπόλοιπα βιβλία. Οι Ιρλανδοί, από όσο ξέρω, δεν διανοήθηκαν να μεταγλωττίσουν τον Σουίφτ και τον Τζόυς. ( Και ώς πριν από μία εξαετία είχαν τηλεοπτικές εκπομπές στην παλιά τους γλώσσα, η οποία επίσης διδασκόταν υποχρεωτικά στα σχολεία.) Εμείς το αποτολμήσαμε με το επικίνδυνο επιχείρημα της αποφυγής του κόπου και των δυσκολιών!!!

Τι διεκδικούμε; Την αποθέωση της ευκολίας; Την απενοχοποίηση της απαιδευσίας και όσων την υποθάλπουν; 'Η, μήπως, επιζητούμε μετά μανίας τη βάσιμη πιθανότητα να μην υπάρξουν στο μέλλον Έλληνες κλασικοί συγγραφείς; Γιατί για να γίνει κλασικός ένας συγγραφέας, για να αναγνωρισθεί, δηλαδή, ως ικανός να διαμορφώσει τον ορίζοντα μέσα στον οποίο θα κινηθεί η λογοτεχνία, χρειάζεται, εκτός των άλλων, να έχει αναμετρηθεί, όχι μόνο με την παράδοση της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αλλά και με την παράδοση της λογοτεχνίας της χώρας του, πράγμα που σημαίνει να τη γνωρίσει από πρώτο χέρι.

Χωρίς συγγραφείς που να πείθουν για την αξία της ανάγνωσης, για ποιους αναγνώστες χρειάζεται ειδική μέριμνα;

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μεταφραστές υψηλού επιπέδου όσον αφορά την παγκόσμια λογοτεχνία. Και το άρθρο του Αρη Μπερλή (βλ. «Βιβλιοθήκη», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 10.2.2Ο06) εμπνέει στους λάτρες της αισιοδοξία. Είναι ευτύχημα να έχουμε μεταφραστές τόσο υψηλού επιπέδου. Αλλά χρειαζόμαστε, το ίδιο δραματικά, συγγραφείς που, εκτός από το υψηλό τους επίπεδο, να έχουν συνείδηση ποια σημασία έχει το λέγειν και η φάτις σε μιαν ολιγάνθρωπη κοινωνία, η οποία ζημιώνεται συνεχώς από τις κάθε λογής λαϊκιστικές πρακτικές σε βάρος της.


Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Μεταγλωττίσεις στο πνεύμα της αντιπαροχής, εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, "Βιβλιοθήκη", 24. 2. 2006

* * *



[ 10. 8. 2006 και 28. 1. 2007 ]


Content Management Powered by UTF-8 CuteNews

© Κώστας Κουτσουρέλης