Πρώτη σελίδα
 
 Curriculum vitae
 Ημερολόγιο
 
 Ποιητικά
 Δοκίμια & άρθρα
 Μεταγραφές
 Συνεντεύξεις
 Τα επικαιρικά
 Ατάκτως ερριμμένα
 
 Κ.Κ. in Translation
 Εικονοστάσιον
 
 Ξενώνας
 Έριδες
 Florilegium
 
 
 Συνδεσμολόγιο
 Impressum
 Γραμματοκιβώτιο
 Αναζήτηση
 
 
 
 
 
 
 

 

 

Γκόττφρηντ Μπεν


ΟΦΕΙΛΕΙ Η ΠΟΙΗΣΗ
ΝΑ ΒΕΛΤΙΩΝΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ;




Η ομιλία του Gottfried Benn "Soll die Dichtung das Leben bessern?" δόθηκε την 15η Νοεμβρίου 1955 στην Κολωνία, για λογαριασμό του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού (NWDR). Συνεισηγητής του Μπεν, ο γνωστός συγγραφέας και στοχαστής Reinhold Schneider (1903-1958). Στο ακροατήριο, γνωστά ονόματα του συγγραφικού και καλλιτεχνικού κόσμου της πόλης. Ανάμεσά τους, ο τριανταοχτάχρονος Χάινριχ Μπελ.

Το κείμενο της ομιλίας, από κοινού με την εισήγηση του Σνάιντερ, θα δημοσιευθεί μερικούς μήνες αργότερα σε αυτοτελές τομίδιο από εκδοτική εταιρεία του Βισμπάντεν. Έκτοτε, ως τελευταίο πεζογράφημα του ποιητή, κλείνει πάντοτε τις συναγωγές των δοκιμίων του. Η παρούσα μετάφραση βασίστηκε στην έκδοση Gottfried Benn, Essays und Reden in der Fassung der Erstdrucke, Fischer Verlag, Φρανκφούρτη 1989, και είναι προϊόν συνεργασίας σπουδαστών του Γερμανικού Τμήματος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ) με τον υπογραφόμενο. Στο τελικό αποτέλεσμα συνέβαλαν οι: Ειρήνη Μαμαλάκη, Νατάσα Σεχίδου, Νίκος Κουτρούμπας, Ειρήνη Χαιρέτη, Φωτεινή Μιχελή και Ιωάννα Μεϊτάνη.








ΤΟ ΑΠΟΨΙΝΟ ΘΕΜΑ το έχουμε πραγματευθεί επανειλημμένως και οι δύο ομιλητές, ο δρ Ράινχολντ Σνάιντερ και εγώ. Αν έχετε διαβάσει μερικές σελίδες από τα βιβλία του δρος Σνάιντερ, όπως και από τα δικά μου, θα ξέρετε περίπου ποιες είναι οι σκέψεις μας επ' αυτού. Δεν θα ήθελα λοιπόν να ξεκινήσω την ομιλία μου με επαναλήψεις, για να προσεγγίσω το θέμα θα εφαρμόσω μέθοδο διαφορετική.

Η μέθοδος που θα εφαρμόσω ξεκινώντας είναι να εξετάσω το θέμα εκ του σύνεγγυς και να το αναλύσω προσεκτικά, λέξη προς λέξη. Οφείλει: δεν μπορούμε να εκλάβουμε διαφορετικά τη λέξη αυτή παρά ως μια απόπειρα να ορίσουμε την αποστολή της ποίησης με τρόπο δεσμευτικό. Είτε ως προσταγή είτε ως απαγόρευση, αυτό το οφείλει απηχείται σε καθεμιά από τις εντολές του Μωσαϊκού Δεκαλόγου. Σκληρή λέξη στ' αλήθεια αυτό το οφείλει από το εικοστό κεφάλαιο της "Εξόδου": "Και πας ο λαός εώρα φωνήν και τας λαμπάδας", διαβάζουμε, "και την φωνήν της σάλπιγγος και το όρος το καπνίζον. Φοβηθέντες δε πας ο λαός έστησαν μακρόθεν". Εμείς βέβαια δεν θέλουμε να σταθούμε μακρόθεν, όμως αυτό το οφείλει εγείρεται εμπρός μας εν είδει αξιώματος, και μας οδηγεί ευθύς στο επόμενο ερώτημα: Ποιος μας ρωτά επιτέλους, ποιος αξιώνει από εμάς μια εξήγηση για την ποίηση; – Ένας οικονομολόγος, ένας παιδαγωγός, ένας ιερέας, ένας εισαγγελέας; Ή μήπως μια "φωνή λαού", ο consensus omnium ή το δημοκρατικό ιδεώδες, σύμφωνα με το οποίο καθένας οφείλει να γνωρίζει και να έχει λόγο για τα πάντα; 'Αγνωστο· αφήνω λοιπόν προς το παρόν το ερώτημα αναπάντητο.

Η ποίηση: Επειδή ραψωδοί δεν υπάρχουν πλέον, κι εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε τέτοιοι, ποίηση σημαίνει βιβλίο, ένα βιβλίο με ποίηση, ένα βιβλίο γεμάτο ποίηση. Ένα τέτοιο βιβλίο λοιπόν οφείλει να βελτιώνει ή να μη βελτιώνει τη ζωή – αυτό παραμένει ακόμη ανοιχτό. Τώρα, υπάρχουν πολλά βιβλία που είναι εντελώς προφανές ότι επιδιώκουν να βελτιώσουν τη ζωή, βιβλία οικονομικά, λ.χ., όπου συζητείται το ζήτημα της εξισορρόπησης μεταξύ ελευθερίας και καταναγκασμού, αυτονομίας του ατόμου και υλιστικής κοινωνίας των μαζών, και όπου στην κατακλείδα τους προτείνουν μια διέξοδο, ικανή όπως ελπίζεται να επιφέρει τη βελτίωση των συνθηκών. Υπάρχουν πάλι ιατρικά βιβλία για τις νευρώσεις, τους μηχανισμούς της απώθησης, το στρες των διευθυντικών στελεχών· αυτά τα βιβλία συμβουλεύουν, συνιστούν, απαγορεύουν, με σκοπό να βελτιώσουν τη ζωή. Δίπλα σ' αυτά τα βιβλία λοιπόν θα πρέπει να τοποθετήσουμε και το ποιητικό, το λογοτεχνικό εν γένει βιβλίο, προκειμένου να εξετάσουμε αν οφείλει να δρά βελτιωτικά. Σ' αυτό το τελευταίο μπορούμε να περιλάβουμε και το θέατρο, αφού δεν είναι παρά ένα είδος ανοιχτού βιβλίου.

Φτάνουμε τώρα στην τρίτη λέξη κι αυτή περιέχει ένα θεμελιώδες ερώτημα: τι είναι τέλος πάντων η ζωή; Τι έχουμε κατά νου όταν μιλάμε γι' αυτήν, ποια απ' όλες τις πλευρές της οφείλει να βελτιωθεί; Η φυσιολογία της ή τα πάθη της, το ον που παράγει ή εκείνο που σκέπτεται; Η λέξη "ζωή" είναι πολύ συνοπτική και έτσι το θέμα μας αρχίζει να γίνεται ολισθηρό, αφού μπορεί να μας παρασύρει σε μια κριτική της έννοιας της ζωής κάπως ασυνήθιστη και πάντως ανεπίκαιρη· ωστόσο δεν μπορούμε να την παρακάμψουμε, μας την επιβάλλει το θέμα μας. Εδώ και καιρό αναλογίζομαι πόσο παράξενο είναι που τούτη η έννοια της ζωής κατέληξε να είναι η ανώτερη έννοια της γνωστικής και ηθικής μας συνείδησης. Πέρα απ' τον στίχο του Σίλλερ "των αγαθών το ύψιστο δεν είναι η ζωή", δεν συναντάμε παρά ελάχιστους κριτικούς περιορισμούς αυτής της μορφής. Η ζωή – στην λέξη αυτή αναρριγεί η λευκή φυλή: Πρόκειται για το έσχατο θεμέλιο της πίστεως της παρούσας στιγμής, του τωρινού, του δικού μας πολιτισμού. Πρόκειται για ένα κατάλοιπο του βιολογισμού του 19ου αιώνα που υποχρεώνει τη σημερινή Ευρώπη να αγωνίζεται υπέρ της κάθε ζωής, έστω και για να της δώσει την αθλιότερη παράταση, υπέρ της κάθε ώρας, επιστρατεύοντας ενέσεις και φιάλες οξυγόνου, τη στιγμή που γνωρίζουμε βέβαια πολιτισμούς, τον πολιτισμό των Αιγυπτίων, των Ίνκα ή του Δωρικού Κόσμου, όπου η ζωή η κοινή, η ζωή η κοινότοπη δεν έπαιζε κανέναν απολύτως ρόλο, ενώ ακόμη και σήμερα ακούμε για κάποιες νομαδικές φυλές της Ασίας: Όταν οι γονείς καταντήσουν βάρος, ο πρωτότοκος τρυπάει με το ακόντιό του το αντίσκηνο και ο γέροντας από μέσα καρφώνεται πάνω του κατάστηθα. Ώστε αυτή η μέριμνα υπέρ της ζωής που προσδοκούν από εμάς δεν αποτελεί καθολικό, ανθρωπολογικό αίτημα. Μόνο εδώ, σ' εμάς, στο συγκεκριμένο γεωγραφικό πλάτος κατέληξε να είναι η ζωή κανόνας και αξίωμα, εμπρός στο οποίο στέκουν οι πάντες προσοχή, μια άβυσσος, όπου παρά τον ξεπεσμό των λοιπών αξιών ρίχνονται οι πάντες στα τυφλά, ένας πάνω στον άλλο στη σειρά, συνεπαρμένοι και άναυδοι. Πράγματι, κάτι τέτοιο δεν μου φαίνεται τόσο σαφές και αυτονόητο, όσο το βλέπουν οι πολλοί, και έχω μάλιστα λόγους σοβαρούς. Η υπόθεση ότι ο Δημιουργός έκανε τη ζωή ειδικότητά του, ότι την εξύψωσε, της έδωσε έμφαση και έπαιξε μαζί της κάτι αλλιώτικο από το συνηθισμένο του ράβε-ξήλωνε, μου φαίνεται παράλογη. Η μεγαλειότης του θα έχει σίγουρα και άλλες ασχολίες και έγνοιες που δεν έχουν στο παραμικρό να κάνουν με μια τόσο αμελητέα λεπτομέρεια· εν ολίγοις, για έναν πολιτισμό τόσο απομακρυσμένο από τον κόσμο των φυτών, φτιαγμένο από μια βιωματική ύλη καθαρά πνευματική, όπως κατέληξε ο δικός μας, αυτός ο δικτατορικός ορισμός της ζωής είναι εντυπωσιακά πρωτόγονος, θα έλεγε κανείς σχεδόν κτηνιατρικός.

Αυτή η προβληματική ζωή οφείλει λοιπόν να βελτιωθεί. Να όμως που οι δυσκολίες μας ολοένα αυξάνονται. Προς ποια κατεύθυνση άραγε; Προς μια κατεύθυνση πολιτική; Αλλά αυτή δεν είναι η δουλειά των βουλευτών και των προεκλογικών συγκεντρώσεων; Προς μια κατεύθυνση τεχνική; Έτσι όμως μπαίνουμε στα χωράφια των μηχανικών και των πολεμιστών που μεταθέτουν τα σύνορα και ζώνουν με σύρματα τη γη. Προς μια κατεύθυνση κοινωνική; Διάβαζα πρόσφατα σ' έναν 'Αγγλο οικονομολόγο πως ο εργάτης στην Αγγλία ζει σήμερα ζωή πιο άνετη και πιο ευχάριστη από τους μεγαλογαιοκτήμονες και τους πυργοδεσπότες σε προηγούμενους αιώνες. Και απέδιδε το γεγονός σε ποικίλους παράγοντες: στα σπίτια, που ήταν άλλοτε σκοτεινά και στενόχωρα και θερμαίνονταν δύσκολα· στην τροφή, καθώς οι άνθρωποι ήταν αναγκασμένοι να σφάζουν όλα τα ζώα ανήμερα του Αγίου Μαρτίνου, μη έχοντας με τι να τα ταΐσουν τους μήνες του χειμώνα· στις αρρώστιες, απέναντι στις οποίες έστεκαν ανυπεράσπιστοι. Ώστε σήμερα οι εργάτες ζουν όπως οι πλούσιοι, τρεις αιώνες πρωτύτερα, και σε τρεις αιώνες θα υπάρχει πάλι η ίδια σχέση και ούτω καθεξής εις το διηνεκές, και πάντοτε ο άνθρωπος θα τραβάει εμπρός με σκαμπανεβάσματα, μια με λυκόφωτα και μια με ροδαυγές, μια με "άνω σχώμεν τας καρδίας" και μια με "per aspera ad astra", οι φτωχοί θα θέλουν να ανέλθουν και οι πλούσιοι θα θέλουν να μην ξεπέσουν, όλα αυτά έχουν πάψει πια να αποτελούν βίωμα του μεμονωμένου ατόμου αλλά μια λειτουργική εξέλιξη της όλης πραγματικότητας της ανθρώπινης κοινωνίας.

Tι μέσα σ' όλα αυτά πρέπει να βελτιώσει εν τέλει η ποίηση; Ή μήπως οφείλει να βελτιώσει τα πράγματα από την πλευρά του πολιτισμού, της καλλιέργειας; Θίγω τώρα ένα ζήτημα, όπου η γνώμη μου δύσκολα θα βρει υποστηρικτές. Είμαι βλέπετε της άποψης ότι η τέχνη και ο πολιτισμός, η τέχνη και η καλλιέργεια, δεν έχουν μεγάλη σχέση μεταξύ τους. Συχνά έχω υποστηρίξει πως πρέπει να διακρίνουμε αυστηρά αυτά τα δύο φαινόμενα μεταξύ τους, τον φορέα της τέχνης, αφ' ενός, και τον φορέα του πολιτισμού, τον φορέα της καλλιέργειας, αφ' ετέρου. Η τέχνη δεν είναι καλλιέργεια, η τέχνη έχει μια πλευρά συγγενική της παιδείας, της μόρφωσης, της καλλιέργειας, αλλά μόνο και μόνο επειδή η ίδια δεν είναι κάτι απ' όλα αυτά, αλλά κάτι άλλο: τουτέστιν τέχνη. Ο φορέας της καλλιέργειας ζει σ' έναν κόσμο από χούμο, αρόσιμη γη, εκεί οργώνει, σπέρνει, θερίζει, εκεί ανακαλύπτει την τέχνη, με τη φροντίδα του την κάνει να θεριέψει, τη βάζει στο αυλάκι, ιδρύει γι' αυτήν σχολές, οργανώνει μαθήματα, πιστεύει στην ιστορία, είναι θετικιστής. Ο φορέας της τέχνης, αντίθετα, στατιστικά είναι ακοινώνητος, δεν έχει ιδέα για τα πριν ή τα μετά απ' αυτόν, ζει μόνο για το ένδον του υλικό, χάριν εκείνου συλλέγει μέσα του εντυπώσεις, τις έλκει μέσα του βαθιά, τόσο βαθιά ώστε να έρθουν σε επαφή με το υλικό του, να το αποσπάσουν από την αδράνεια, να το εξωθήσουν σε αποφόρτιση. Είναι αδιάφορος για την ευρεία διάδοση, την εκτεταμένη επιρροή, την αυξανόμενη απήχηση, είναι αδιάφορος για την καλλιέργεια, τον πολιτισμό. Είναι ψυχρός, το υλικό του πρέπει να κρατηθεί ψυχρό, μέλημά του είναι να δώσει μορφή στο πάθος, στη μέθη, στα συναισθήματα εκείνα που οι άλλοι έχουν το ελεύθερο να τους παραδίδονται τόσο ανθρώπινα· δουλειά του είναι να τα σκληρύνει, να τα ψυχράνει, να δώσει σχήμα στέρεο στο εύκαμπτο και στο ασταθές. Είναι συχνά κυνικός, κι ούτε ισχυρίζεται άλλωστε ότι είναι κάτι διαφορετικό, τη στιγμή που οι ιδεαλιστές θρονιάζονται ανάμεσα στους φορείς του πολιτισμού και στις παραγωγικές τάξεις. Πουθενά ο φορέας της τέχνης δεν θα ζητήσει να έρθει στο προσκήνιο και να λάβει εκείνος το λόγο, για βελτιώσεις επ' ουδενί θεωρεί τον εαυτό του αρμόδιο –τη εξαιρέσει ενίων ξοφλημένων αισθηματιών–, "ως άνθρωπος ανάμεσα σε ανθρώπους ήταν αφόρητος", αυτή η παράξενη κουβέντα του Νίτσε για τον Ηράκλειτο ισχύει γι' αυτόν.

Ή μήπως οφείλει η ποίηση να δρα βελτιωτικά προς την ιατρική κατεύθυνση – περιθάλποντας, παρηγορώντας, θεραπεύοντας; Υπάρχουν πολλοί που απαντούν ναι. Μουσική κούρα για φρενοβλαβείς και Ρίλκε προς διαλογισμόν μετά διαίτης. Όμως όταν διαβάζουμε στον Κίρκεγκωρ: "η αλήθεια νικά μόνο διά του πόνου", όταν ο Γκαίτε γράφει "πάσχοντας έμαθα πολλά", όταν ο Σοπενχάουερ και ο Νίτσε θεωρούν τον βαθμό μετοχής και αντοχής στον πόνο μέτρο προσωπικής καταξίωσης, όταν ο Ράινχολντ Σνάιντερ γράφει: "μόνο στον πάσχοντα μέλλει να αποκαλυφθεί η δόξα του Θεού, το θαύμα που επιτελεί επάνω του", κι όταν ο Σνάιντερ πάλι χαρακτηρίζει την έκλειψη της επίγνωσης του τραγικού ως έκπτωση του πολιτισμού μας, έχει τότε το δικαίωμα η ποίηση ή ο ποιητής να συνεισφέρει στη βελτίωση αυτών των τραγικών συνθηκών, δεν θα όφειλε μάλλον να πάρει αποστάσεις από κάθε τέτοιο εγχείρημα, συναισθανόμενος την ευθύνη του απέναντι σε μια ανώτερη αλήθεια και αρκούμενος στον εαυτό του; Εσείς μιλάτε για μια ανώτερη αλήθεια, θα μου πείτε τώρα, άλλο και τούτο πάλι! Απαντώ: δεν μπορώ να φανταστώ δημιουργό που να εκλαμβάνει ως βελτίωση ό,τι εμείς καλούμε βελτίωση στο πλαίσιο του θέματός μας. Γιατί τότε θα έλεγε: μα τι σκέφτονται αυτοί οι άνθρωποι, εγώ τους συντηρώ μέσα στην αθλιότητα και τον θάνατο ώστε να καταστούν άξιοι του ανθρώπου, και αυτοί ξεστρατίζουν κιόλας με καταπότια και αφεψήματα, και το μόνο που τους νοιάζει είναι να καλοπερνούν, να πηγαίνουν εκδρομές με τουριστικά λεωφορεία, και όσο για την ποίηση συμμερίζομαι τη φράση του Ράινχολντ Σνάιντερ: "είναι στη φύση της τέχνης ν' αφήνει ερωτήματα ανοιχτά, να διστάζει στο ημίφως, να επιμένει". Όποιος έτσι αισθάνεται την ποίηση θα καταφέρει ίσως να προχωρήσει παραπέρα. Στο ημίφως – αυτά περί δημιουργού και βελτίωσης.

Ώς εδώ η κριτική που αποπειράθηκα να ασκήσω έχει να κάνει με τη μορφή του θέματος που μας προτάθηκε, όμως δεν πρόκειται να σταματήσω σ' αυτήν. Θα εξετάσω και την ουσία του και θα ακούσω τι έχει να μου πει. Προηγουμένως όμως θα ήθελα να προσθέσω προκαταβολικά πως το θέμα μας περιστρέφεται γύρω από ένα ερώτημα πολύ γερμανικό, η ίδια η διατύπωσή του είναι άκρως γερμανική. Δεν πιστεύω ότι αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να είχε τεθεί κατ' αυτόν τον τρόπο στη Γαλλία, στην Ιταλία, ή στη Σκανδιναβία. Σ' εμάς ακούγεται εύλογο επειδή από την ιστορία της λογοτεχνίας μας έχουμε ίσως το δικαίωμα να συμπεράνουμε ότι και οι ίδιοι οι συγγραφείς προσωπικά, με το πρότυπο, την εικόνα, την ακέραιη ηθική προσωπικότητα και τον υποδειγματικό τους βίο, μπορούν πράγματι να βελτιώσουν τους νέους και την εποχή. Και το συμπέρασμα αυτό ευσταθεί, αν κοιτάξουμε τα τελευταία εκατό χρόνια της λογοτεχνίας μας θα βρούμε εκεί πολλούς μεγάλους άνδρες, αλλά φυσιογνωμίες αυστηρές και ενάρετες, όπως ο Στορμ και ο Φοντάνε, ειδυλλιακές, όπως ο Μαίρικε, ο Στίφτερ, ο Έσσε, αρχοντικές, όπως ο Τόμας Μαν και ο Γκέρχαρτ Χάουπτμαν, όλοι τους μορφές ευγενικές, όλοι τους άνδρες της τιμής. Ο Ντοστογιέφσκι αντιθέτως έπαιζε ρουλέτα σαν μανιακός. Ο Τολστόι δεν πλενόταν εβδομάδες ολόκληρες για να βρωμοκοπάει σαν κουλάκος. Ο Μωπασσάν έγραφε πως ένας φυσιολογικός άντρας γνωρίζει ερωτικά τριακόσιες με τετρακόσιες γυναίκες στη ζωή του. Ο Βερλαίν πυροβόλησε εν μέση οδώ τον Ρεμπώ, τον τραυμάτισε και έκανε δύο χρόνια φυλακή. Κι ας μην μιλήσουμε για τον Όσκαρ Ουάιλντ. Ώστε ούτε η εικόνα ενός υποδειγματικού βίου, ικανού να βελτιώνει τους άλλους, μπορεί να συναχθεί από τους παραγωγούς της ποίησης.

Για να εμβαθύνω ακόμη περισσότερο στην προβληματική του θέματός μας, γύρεψα να βρω τι πιστεύουν οι ίδιοι οι συγγραφείς για το επιτήδευμά τους, εάν το ερμήνευαν κατ' αυτόν τον τρόπο, ως μέσο δηλαδή για την βελτίωση των άλλων. Όμως δεν είδα κάτι τέτοιο να επαληθεύεται. Ο Φρήντριχ Χέμπελ γράφει: "Ποίηση σημαίνει να τυλίγεσαι τον κόσμο σαν πανωφόρι για να ζεσταθείς". Θέση ολότελα εγωκεντρική. Ο Ίψεν είπε: "Γράφω σημαίνει στρέφομαι προς εαυτόν". Αυτά τα λόγια είναι διάσημα αν και εμένα δεν μου λένε πολλά. Στον Κάφκα ακούμε: "Όλα όσα δεν σχετίζονται με λογοτεχνία τα μισώ, μου φέρνουν πλήξη". Ο Ανατόλ Φρανς γράφει: "Εν τέλει πρέπει να παραδεχτούμε ότι μιλάμε για μας τους ίδιους κάθε φορά που αδυνατούμε να σιωπήσουμε". Ενδιαφέρουσα είναι μια παρατήρηση του Ρίλκε: "Το τελευταίο πράγμα, στο οποίο αποσκοπεί ένα ποίημα είναι να κεντρίσει στη συνείδηση του αναγνώστη τον δυνάμει ποιητή". Θαυμάσια είναι τα λόγια του Τζόζεφ Κόνραντ: "Ποίηση σημαίνει κατανοώ την ύπαρξη ναυαγώντας". Τέλος, Μαγιακόφσκι. Σημειώνει: "Έργο του ποιητή είναι να πορεύεται μέρα τη μέρα γυμνάζοντας τη δεξιοτεχνία του και συλλέγοντας ποιητική ακατέργαστη ύλη. Ένα καλό σημειωματάριο είναι σημαντικότερο από την ικανότητα να γράφεις σε παρωχημένα μέτρα". Προσέξτε σε τούτη τη φράση τις λέξεις "ακατέργαστη ύλη" και "σημειωματάριο". Έτσι όμως βρισκόμαστε ήδη στον προθάλαμο της αφηρημένης, της συνειδητής, της έντεχνης τέχνης. Πουθενά σε αυτό το περιδιάβασμα δεν βλέπουμε ή δεν ακούμε από τους συγγραφείς ότι ο αγώνας τους αποβλέπει στη βελτίωση των άλλων. Όμως ο Γκαίτε, θα πει κάποιος, αυτός δεν ήταν τάχα υποστηρικτής μιας σύντονης προσπάθειας προς όφελος όλων, αυτός δεν ήταν τάχα υπέρ της παιδείας, της καλλιέργειας, της βελτίωσης – όμως, για να ανταποδώσω το ερώτημα, και τι δεν ήταν εν τέλει ο Γκαίτε; Κι αν μελετήσουμε τα ποιήματά του, τα εντελέστερα, τα ωραιότερα –"Γιατί μας έστειλες το βλέμμα το βαθύ" ή το "Τραγούδι της Μοίρας" ή το "Νυχτερινό": "Ω, απ' το απαλό προσκέφαλο του ονείρου σου αφουγκράσου"–, το μόνο που μαρτυρούν στον ύψιστο βαθμό είναι η τελείωση του ποιητή εν εαυτώ – ότι η τελείωση τούτη γίνεται και αφ' εαυτού, δεν θα το ισχυριζόμουν.

Τώρα όμως πέφτω στα βαθιά, αφήνομαι να με παρασύρουν τα κύματα –οφείλει η ποίηση να βελτιώνει τη ζωή; Εισπνέω αυτό το ουμανιστικό, αυτό το ιδεαλιστικό, το διαποτισμένο ελπίδα άρωμα. Αλλά, διερωτώμαι αμέσως, πώς γίνεται κάποιος που γράφει να μην αρκείται σ' αυτό και να επιδιώκει και κάτι ακόμη, αλλιώτικο; Αυτός που γράφει στέκει αντιμέτωπος με όλο τον κόσμο. Αντιμέτωπος δεν σημαίνει αντίπαλος. Μόνο μια αύρα βαθύνοη και βουβή τον τυλίγει. Στα τραπέζια οι άλλοι γύρω του ας κάνουν ό,τι θέλουν, ο καθένας το κέφι του, ας χαρτοπαίζουν, ας τρωγοπίνουν, ας καλοπερνούν, ας αφηγούνται ιστορίες για τα καμώματα του σκύλου τους, για το πώς περάσαν τις διακοπές τους στο Ριτσιόνι – ούτε εκείνοι τον ενοχλούν, ούτε αυτός εκείνους. Αυτός βυθίζεται μέσα στη νύχτα, ελλάμψεις περνούν από τον νου του, τόξα της ίριδος, είναι ευτυχής. Ούτε ζητάει να βελτιώσει οτιδήποτε, αλλά ούτε και ο ίδιος δέχεται από τους άλλους να βελτιωθεί, αιωρείται. Ή, πάλι, κλείνεται στο σπίτι του, τέσσερις ταπεινοί τοίχοι, δεν είναι κομμουνιστής, αλλά ούτε και θέλει να έχει χρήματα, ίσως λίγα χρήματα, πάντως όχι τόσα ώστε να ζει στην ευμάρεια. Κλείνεται λοιπόν στο σπίτι του, ανοίγει το ραδιόφωνο, αδράχνει τη νύχτα, μια φωνή πλανιέται στο χώρο, πάλλεται, αστράφτει και σκοτεινιάζει, μετά πάλι παύει, το γαλάζιο έχει σβήσει. Ωστόσο τι συμφιλίωση, τι στιγμιαία συμφιλίωση, τι ονειρικό αγκάλιασμα ανάμεσα στο ζωντανό και στους κεκοιμημένους, ανάμεσα στις μνήμες και στο αμνημόνευτο έρχεται να καταλύσει τα όρια του περίκλειστου κόσμου του, φτάνοντας από βασίλεια που απέναντί τους τα άστρα και οι ήλιοι φαντάζουν ανάπηροι, φτάνοντας από αποστάσεις τόσο μακρινές: η τελείωση.

Ο ποιητής, τι βάρη επωμίζεται! Μπορείτε ίσως ν' αναλογιστείτε ορισμένα από αυτά: L'art pour l'art, η αρχή της αιτιότητας, η Ινδοκίνα, όμως εκείνος δεν αντέχει άλλο πια, ο κόσμος ας είναι ό,τι θέλει, κάποια στιγμή θα παρέλθει, όμως εκείνος, σήμερα, σε τούτο το γεωγραφικό πλάτος, στoν 53o παράλληλο, με μέση θερμοκρασία Ιουλίου 19,8 βαθμούς και Ιανουαρίου 0,5, έχει ν' ακολουθήσει το δρόμο του, να βιώσει τα όριά του – τη μοίρα που του αναλογεί. Δούλεψε, φωνάζει στον εαυτό του, έχεις εβδομήντα χρόνια, αναζήτησε τις λέξεις σου, χάραξε τις μορφές σου, εκφράσου, δέξου ότι το έργο που ανάλαβες δεν είναι το παν, υπηρέτησέ το όμως με σοβαρότητα. Ο Βαλερύ είχε κάποτε πει ότι ο καθολικός άνθρωπος εκλείπει, σήμερα θα έπρεπε μάλλον να πούμε ότι ο καθολικός άνθρωπος είναι ένα αφελές όνειρο, μια διογκωμένη ολότητα, μια αρχαϊκή ανάμνηση. Η εποχή του Γκαίτε έχει σβήσει, έγινε στάχτη από τον Νίτσε, σκορπίστηκε στους τέσσερις ανέμους από τον Σπένγκλερ – ο αέρας είναι καυτός και πνιγηρός, όμως όχι από τις φωτιές του κλύδωνα ή τα ξερόχορτα που καπνίζουν στα θερισμένα χωράφια, αλλά μάλλον από τα αποκαΐδια της θεωρίας των κύκλων των πολιτισμών, ο ένας κύκλος βυθίζεται, ένας άλλος αναδύεται, κι εμείς είμαστε οι κούκλες και οι κομπάρσοι σε τούτα τα ηλιακά δράματα.

Πόσο ωραίο θα ήταν για όποιον πρέπει να γράψει ποίηση, αν μπορούσε να συνδέσει το έργο του αυτό με μιαν όποια υψηλότερη ιδέα, μια ιδέα στέρεη, θρησκευτική ή και ανθρωπιστική ακόμη, πόσο παρήγορο θα ήταν αυτό για τον μυστικό του πομπό, που εκπέμπει τις ακτίνες του θανάτου. Όμως πιστεύω ότι πολλοί δεν αφήνονται να ενδώσουν σε τέτοιες παρήγορες σκέψεις, πιστεύω πως ξέρουν καλά ότι ζουν σ' ένα κενό ανελέητο, εκεί τα βέλη ακολουθούν απαρέγκλιτα την πορεία τους, επικρατεί ψύχος, ένα βαθύ κυανό, εκεί έχουν εξουσία και κράτος μόνο οι ακτίνες, εκεί έχουν εξουσία και κράτος μόνο οι ύψιστες σφαίρες, και ο άνθρωπος δεν ανήκει σ' αυτές.

Σ' αυτή την σφαίρα γεννιέται η ποίηση. Κι έτσι ερχόμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα της μονολογικής τέχνης. Το ποίημα είναι μονολογικό. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι κάποια δική μου ιδιοτροπία, ακόμα και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού βρίσκουμε υποστηρικτές του. Στις ΗΠΑ προσπαθούν να προβάλουν μέσω ερωτηματολογίων ακόμα και την ποίηση, ένα τέτοιο ερωτηματολόγιο λοιπόν εστάλη σε δεκατέσσερις Αμερικανούς ποιητές, μία από τις ερωτήσεις ήταν: Σε ποιόν απευθύνεται ένα ποίημα; Ακούστε τι απάντησε κάποιος Ρίτσαρντ Γουίλμπερ: Ένα ποίημα, λέει, απευθύνεται στη Μούσα, η οποία υπάρχει μεταξύ άλλων για να συγκαλύπτει το γεγονός ότι τα ποιήματα δεν απευθύνονται σε κανέναν. Το ποίημα, η ποίηση είναι για το ερώτημά μας η καλύτερη δοκιμασία. Ένα ποίημα είναι πάντοτε το ερώτημα του Εγώ και στην απάντηση παρεισφρέουν κάθε λογής σφίγγες και είδωλα της Σαΐδος. Ιδού λοιπόν ο πολιτισμός της Ατλαντικής Δύσης εδώ και τώρα: το μοντέρνο ποίημα, το απόλυτο ποίημα είναι το ποίημα χωρίς πίστη, το ποίημα χωρίς ελπίδα, το ποίημα που δεν απευθύνεται σε κανέναν, ένα ποίημα από λέξεις, το οποίο εσείς συναρμόζετε με τόση σαγήνη. Και παρ' όλα αυτά, μπορεί να είναι μια οντότητα υπερκόσμια, υπερβατική, που δεν βελτιώνει τη ζωή του καθενός ξεχωριστά, αλλά την υπερβαίνει. Όποιος πίσω από τούτο τον ισχυρισμό και πίσω από τούτη τη διατύπωση εννοεί να μη βλέπει παρά μόνο τον μηδενισμό και την εκφυλισμένη ηδυπάθεια, παραβλέπει ότι ακόμη και η σαγήνη και η λέξη κρύβουν πίσω τους τόσα σκοτάδια και υπαρξιακές αβύσσους, που αρκούν για να ικανοποιήσουν και τον πλέον βαρύθυμο· ότι μέσα σε κάθε μορφή που σαγηνεύει ζουν αρκετά στοιχεία πάθους, φύσης και τραγικής εμπειρίας. Αναλογιστείτε τον δρόμο που πήρατε ώς εδώ: τον θρησκευτικό δρόμο και τον ποιητικό-αισθητικό δρόμο σας ανά τις χιλιετίες: Ολόκληρη η ανθρωπότητα τρέφεται από το έργο όσων κατόρθωσαν να συναντήσουν τον εαυτό τους, όμως ποιοι είναι αυτοί; Μονάχα λίγοι και αυτοί μόνοι.

Ώστε λοιπόν, θα σκέφτεστε ίσως τώρα, ο ομιλητής δίνει μια απάντηση ολωσδιόλου αρνητική στο ερώτημα που του ετέθη. Όχι, δεν είναι έτσι. Η ποίηση δεν βελτιώνει, ωστόσο κάνει κάτι πολύ πιο κρίσιμο: μεταβάλλει. Δεν έχει τη δύναμη να παρεμβαίνει ιστορικά, αν είναι καθαρή τέχνη, δεν έχει τη δύναμη να παρεμβαίνει θεραπευτικά και παιδαγωγικά, επιδρά διαφορετικά: Αίρει τον χρόνο και την ιστορία, η επίδρασή της φτάνει ώς τα γονίδια, ώς τις κληρονομικές καταβολές, ώς την ουσία – ένας μακρύς εσωτερικός δρόμος. Η φύση της ποίησης είναι ένας ατέρμονος συγκρατημός, ο πυρήνας της είναι εκρηκτικός μα η περιφέρειά της λεπτή, το άγγιγμά της ελάχιστο κι ωστόσο πυρωμένο. Όλα τα πράγματα μεταβάλλονται, όλες οι έννοιες και οι κατηγορίες αλλάζουν χαρακτήρα τη στιγμή που τις παρατηρούμε υπό το πρίσμα της τέχνης, τη στιγμή που εκείνη τις αποκαλύπτει, τη στιγμή που εκείνες της αποκαλύπτονται. Η ποίηση κομίζει το νερό της αφθονίας στη γη που έμεινε χέρσα και άκαρπη και αποκαμωμένη, μια αφθονία που μπορεί να σαστίζει και να μένει ακατανόητη, αλλά ραίνει με σπόρους γόνιμους τους έρημους όχτους, σπόρους ευδαιμονίας και σπόρους πένθους, η φύση της ποίησης είναι τελείωση και σαγήνη.

Και για να δείτε πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση, στην οποία πασχίζω να δώσω έκφραση, κλείνω με μερικούς στίχους του Φρήντριχ Χέμπελ, όπου θα ακούσετε μεταξύ άλλων τη λέξη που είναι ξένη στο δικό μου ύφος, αλλά ίσως πολλοί από εσάς προσδοκούν∙ είναι μια στροφή από το ποίημα "Προς τους Νέους", κι έχει ως εξής:


   Ναι, γενηθήτω και ο Θεός ορίζει,
   και η ευλογία του κατέρχεται βουβή,
   γιατί να εμπαίζει αυτός δεν συνηθίζει
   όποιον ν' ανέλθει ώς την τελείωση ποθεί.



Πρώτη δημοσίευση:
περ. ΠΟΙΗΣΗ, τχ. 23, 'Ανοιξη-Καλοκαίρι 2004


Βλ. ακόμη:

Γκόττφρηντ Μπεν, ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Γκόττφρηντ Μπεν, ΝΕΚΡΟΚΟΜΕΙΟ




[ 31. 7. 2006 ]


Content Management Powered by UTF-8 CuteNews

© Κώστας Κουτσουρέλης