|
ΑΕΡΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ |
από το βιβλίο "Αέρας αύγουστος" Εκδόσεις Περισπωμένη, Αθήνα 2012

Ο Αέρας αύγουστος, ποιητικός κύκλος σε 33+2 μέρη, γράφτηκε την τριετία 2008-2011. Ως έργο εν προόδω που σχεδιάστηκε ειδικά για τον προσωπικό ιστότοπο του ποιητή, αναρτήθηκε αρχικά εκεί.
Λυρικός διαλογισμός σε πρώτο πρόσωπο αλλά και απόπειρα συλλογικής σκιαγραφίας, ο Αέρας αύγουστος ιστορεί την Ελλάδα του τώρα. Στο επίκεντρό του έχει το θέαμα της φωτιάς: την ιάνεια όψη του καλοκαιριού ως ζείδωρης φλόγας και ολέθριας πυρκαγιάς. Στους στίχους του έργου απηχούνται τα επεισοδιακά βήματα της πρόσφατης Ιστορίας: ο Ιούνιος και ο Αύγουστος του 2007, ο Δεκέμβριος του 2008, ο Μάιος του 2010. Κι ακόμη, η Φύση ως διαρκής επαγγελία και διάψευση, ως θέση και άρνηση κάθε νοήματος, ως λαμπερή αλλά αβέβαιη και φευγαλέα Εδέμ.
6
Προσηλωμένος σκύβω στὸ νερό. Γράφω τὴ λέξη : θάλασσα. Τὴ λέξη : Ἐδέμ. Σὲ μιὰ αὐτοσχέδια σειρὰ καταχωρῶ
πάνω στὸ ἀκύμαντο χαρτὶ ὅλα τὰ δέν, ὅλα τὰ μή, ὅλα τὰ τίποτα. Ὅλα τὰπράγματα τ’ ἀσώματα κι ἀνείπωτα
γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀστράφτουν στὸν ἀφρό. Κοιτάζω γύρω μου. Ἄλλος κανείς. Μονάχα ὁ ἥλιος, ξεχασμένος συγγενής,
κρεμιέται κίτρινος ψηλὰ ἀπ’ τὴν παραλία σὰν λάμπα θυέλλης ἢ φιγούρα τοῦ ταρώ. Προσηλωμένος γράφω. Σταθερό
τὸ χέριμου ὁδηγεῖ ἡ Ἐπαγγελία. Γράμμα τὸ γράμμα τ’ ὄνομά της συντηρῶ. Στὴν ἴδια πάντοτε ἐπιστρέφω ἀφετηρία.
Προσηλωμένος γράφω στὸ νερό.
~ . ~
11
Τὸ καλοκαίρι ὅλα τ’ ἀλέθει. Σύρματα, πετρωμένα αἰσθήματα, τὰ δάση ἀπ’ τὰ κωφάλαλα συνθήματα, τὰ ἴδια
τὰ κύματαποὺ ἠχοῦν σ’ αὐτὴ τὴ φράση — ὅλα τῆς λέξης τὰ κομψὰ ἐγχειρίδια, ὅλα τῆς γλώσσας τὰ γαμψὰ πουλιά.
Παραμερίζει δόλους καὶ παιχνίδια, ζεύει τὴ μνήμη καὶ τὴν κάνει κατοικίδια, τὴν πείρα ἀρνεῖται, ἀνόητη ζύμη
ποὺ στὸ στομάχι κατακάθεται κι ἀφήνει λάσπες, καὶ ἱζήματα, καὶ ἀκάθαρτα νερά. Ὅ,τι στὰ δόντια του κολλάει, τὸ φτύνει
καὶ τὸ πετάει τοῦ τίποτα, μερίδιο καὶ βορά. Τὸ καλοκαίρι ὅλα τ’ ἀλέθει. Σκοτώνει ὅλων τῶν γιατί τὰ βρέφη.
Βάφει ὅλα τὰ ἐρωτήματα λευκά.
~ . ~
16
Στάθηκε στὸ παράθυρο. Ἔξω ἡ πορεία παρέες παρέες διέρρεε πίσω ἀπ’ τὸ τζάμι. Κραυγές, συνθήματα, σπασμοί· μιὰ κωμωδία
παιγμένη ἀποκαρδιωτικά κι ὡστόσο οἰκεία ὅσο ὁ ἐπίμονος βραχνὰς μιᾶς ἀπειλῆς, ποὺ συνηθίζεται στὸ τέλος, τὸν ξεχνάει κανείς,
σὰν σφαίρα κοιμισμένη στὴ θαλάμη. Ἀπὸ τὸν δρόμο ἀνέβαινε μιὰ ἠλεκτρισμένη ἠχώ· κάποιοι βομβάρδιζαν τὴ νέα Ἱεριχώ
μὲ τὰ πυρὰ μιᾶς μικροφωνικῆς. Ἄλλοι, μὲ ὕφος ἀεροστάτου ποὺ δὲν πέφτει, γρονθοκοποῦσαν τὸν οὐράνιο καθρέφτη.
Πατρίδα μας, θυμήθηκε. Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα. Ὁ κόρος ἔστω· ὁ κόπος· ἡ ἀηδία. Ὁ ντόρος ποὺ ὁρκίζεται πὼς εἶναι μανιφέστο.
Τὸ τίποτα σαλπίζοντας στὴ χαυνωμένη Ἀθήνα. |
|
|
|